κακοποιόν

κακοποιόν
κακοποιός
doing ill
masc/fem acc sg
κακοποιός
doing ill
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακοποιός — ά, ό (AM κακοποιός, όν) 1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός κακούργος, εγκληματίας μσν. 1. ανήθικος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν… …   Dictionary of Greek

  • ЗЛО — [греч. ἡ κακία, τὸ κακόν, πονηρός, τὸ αἰσχρόν, τὸ φαῦλον; лат. malum], характеристика падшего мира, связанная со способностью разумных существ, одаренных свободой воли, уклоняться от Бога; онтологическая и моральная категория, противоположность… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”